- επιτυφώ
- ἐπιτυφῶ, -όω (Α)τυφώ*(κατά τον Μοίριν) «ἐπιτεθυμμένον, ἀττικῶςἐπιτετυφωμένον ἢ ἐπικεκαυμένον, ἑλληνικῶς».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυφώ «τυφλώνω (με καπνό)» (< τύφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτυφῶ — ἐπιτύφομαι to be burnt up aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιτυφώ — όω, Α μτφ. ενισχύω κάποιον στους κομπασμούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτυφῶ «κατακαίω, φλογίζω»] … Dictionary of Greek